μέθη — strong drink fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθῃ — μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
μέθη — η 1. ψυχική και διανοητική διαταραχή που προκαλείται από τα οινοπνευματώδη ποτά ή άλλες τοξικές ουσίες, το μεθύσι, το μεθοκόπημα. 2. μτφ., ενθουσιασμός: Παρασύρθηκε από τη μέθη του έρωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθῇ — μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μεθῆι — μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθαι — μέθη strong drink fem nom/voc pl μέθᾱͅ , μέθη strong drink fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθηι — μέθῃ , μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθαις — μέθη strong drink fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθην — μέθη strong drink fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)