μέθη

μέθη
η
1) опьянение, хмель (состояние);

διατελών εν μέθη — будучи пьйныМ;

υπό το κράτος της μέθης — в состоянии опьянения;

2) перен. опьянение, экстаз, восторг;

η μέθη της νίκης — опьянение победой


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μέθη" в других словарях:

  • μέθη — strong drink fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθῃ — μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η 1. ψυχική και διανοητική διαταραχή που προκαλείται από τα οινοπνευματώδη ποτά ή άλλες τοξικές ουσίες, το μεθύσι, το μεθοκόπημα. 2. μτφ., ενθουσιασμός: Παρασύρθηκε από τη μέθη του έρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθῇ — μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μεθῆι — μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθαι — μέθη strong drink fem nom/voc pl μέθᾱͅ , μέθη strong drink fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθηι — μέθῃ , μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθαις — μέθη strong drink fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθην — μέθη strong drink fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»